- κρουναίος
- κρουναῑος, -αία, -ον (Α) [κρουνός]αυτός που προέρχεται από κρήνη, ο πηγαίος («κρουναῑον ὕδωρ», Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρουνίτης — κρουνίτης, θηλ. ῑτις, ίτιδος (Α) [κρουνός] κρουναίος* … Dictionary of Greek
κρουνός — ο (AM κρουνός) 1. κάνουλα ή ειδικός σωλήνας που τοποθετείται σε βρύση για να ρέει το νερό με μεγαλύτερη πίεση 2. μτφ. αφθονία, συνήθως υγρού (α. «άνοιξαν οι κρουνοί τ ουρανού» β. «κρουνοί δακρύων» γ. κεῑνο δ Ἁφαίστειο κρουνοὺς ἑρπετόν», Πίνδ.)… … Dictionary of Greek